- ἀγύμναστοι
- ἀγύμναστοςunexercisedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγύμναστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ασκηθεί σωματικά: Το σώμα του φαίνεται που είναι αγύμναστο. 2. έφεδρος που δεν έχει εκπαιδευτεί στρατιωτικά: Κλήθηκαν για εκγύμναση οι αγύμναστοι δύο κλάσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)